- σησαμεία
- σησᾰμ-εία, ἡ,A sowing (or planting) of sesame, PSI5.500.3 (iii B.C., in pl.), PLille 26.1 (iii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σησαμεία — ἡ, Α [σησαμεύω] η καλλιέργεια τού σουσαμιού … Dictionary of Greek